Η ποντιακή λύρα
Η Ποντιακή Λύρα είναι ένα φιαλόσχημο, έγχορδο, τοξωτό μουσικό όργανο, το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου. Αποτελείται από το κεφάλι με τα κλειδιά, το λαιμό, τη γλώσσα, το καπάκι, το σκάφος, τον καβαλάρη και το χορδοστάτη. Πάνω στο καπάκι, που λειτουργεί ως ηχείο, υπάρχουν οπές που ονομάζονται ρουθούνια. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, υπάρχει το στυλιάρι για να ξεχωρίζει τις χαμηλές από τις ψηλές φωνές. Η τριγωνική κεφαλή της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς συμβολίζει την Αγία
Τριάδα.
Ο Πόντιος λυράρης, σε αντίθεση με τον Κρητικό, πιέζει με τη μαγιά των δακτύλων του πάνω στις χορδές και βεβαίως παράγει τους ήχους με το δοξάρι. Μια ποντιακή λύρα ή κεμεντζές μπορεί να παίζει «Ζίλια», δηλαδή να είναι πιο υψίφωνη και άρα ιδανική για χορό, «Καπάνια», δηλαδή με λίγο πιο μπάσο και μελωδικό ήχο, ή και να είναι «Ζιλοκάπανη», όταν ακούγεται κάπου ανάμεσα στα δυο. Μια παραλλαγή της είναι ο Κεμανές, με
μακρύτερο και πιο πλατύ ηχείο και τέσσερις χορδές, ο οποίος παιζόταν κυρίως στις περιοχές του Δυτικού Πόντου και της Καππαδοκίας.
Η Ποντιακή λύρα είναι από τα λίγα αυτοσυνοδευόμενα μουσικά όργανα, αφού ο κύριος τρόπος παιξίματος είναι διπλόχορδος με τη μία χορδή να δίνει τη μελωδία και την άλλη τη συνοδεία. Ωστόσο στις περισσότερες σύγχρονες ορχήστρες σχεδόν πάντα υπάρχει ένα νταούλι που δίνει το ρυθμό και ενδεχομένως άλλα συνοδευτικά όργανα όπως το ούτι, η κιθάρα, η φλογέρα κ.ά.