Καθώς η ελληνική γλώσσα διακρίνεται από πλούτο λεξιλογίου, περιλαμβάνει πολλές ομόηχες λέξεις. Οι ομόηχες ή αλλιώς ομώνυμες λέξεις είναι οι λέξεις που προφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο αλλά διαφέρουν ως προς τη σημασία τους και συχνά και ως προς την ορθογραφία τους.
Πολύ συχνά, λόγω της σύγχυσης που επικρατεί γύρω από τις ομόηχες λέξεις, παρατηρούνται ορθογραφικά λάθη.
Ομόηχες λέξεις και Ορθογραφία
Ορισμένες ομόηχες λέξεις των οποίων την ορθογραφία συναντάμε πολλές φορές λαθεμένα είναι οι ακόλουθες:
-
Έκκληση – Έκλυση
Έκκληση: παράκληση (π.χ.: Γίνεται έκκληση σε εθελοντές αιμοδότες να προσφέρουν αίμα για έναν τραυματία.)
Έκλυση: αποδέσμευση, χαλάρωση (μεταφορικά)(π.χ.: Έκλυση ραδιενέργειας, έκλυση ηθών.)
-
Ικέτης – Οικέτης
Ικέτης: αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί (π.χ.: Ο Πρίαμος πήγε ως ικέτης στη σκηνή τού Αχιλλέα.)
Οικέτης: στην αρχαιότητα ήταν ο υπηρέτης που γεννήθηκε και ζούσε στον οίκο τού κυρίου του (π.χ.: Οι οικέτες αναλάμβαναν τη φροντίδα τού σπιτιού και την καλλιέργεια της γης.)
-
Λίτρα – Λύτρα
Λίτρα: μονάδα μέτρησης όγκου ή χωρητικότητας (π.χ.: Αγόρασε δύο λίτρα γάλα.)
Λύτρα: χρηματικό ποσό που ζητείται για την απελευθέρωση θύματος απαγωγής (π.χ.: Οι θύτες ζήτησαν λύτρα από τους κοντινούς συγγενείς τού θύματος.)
-
Αίολος – Έωλος
Αίολος: ο ευμετάβλητος (π.χ.: Τα επιχειρήματά του ήταν αίολα και καταρρίφθηκαν πολύ γρήγορα.)
Έωλος: χθεσινός, ξεπερασμένος (μεταφορικά) (π.χ.: Το αστείο αυτό έγινε έωλο, έχει ξεπεραστεί.)
-
Καινός – Κενός
Καινός: καινούργιος, νέος (π.χ.: Καινά δαιμόνια)
Κενός: άδειος (π.χ.: Η θέση αυτή είναι κενή.)
-
Λιμός – Λοιμός
Λιμός: μεγάλη και διαρκής έλλειψη τροφίμων (π.χ.: Πολλοί άνθρωποι απεβίωσαν λόγω του λιμού σε περιοχές της Αφρικής.)
Λοιμός: επιδημική νόσος βαριάς μορφής, συχνά θανατηφόρα (π.χ.: Η πανούκλα ήταν ο πιο συχνός λοιμός.)
-
Σορός – Σωρός
Σορός: νεκρό σώμα (π.χ.: Μεταφέρθηκε η σορός τού νεκρού σήμερα το πρωί.)
Σωρός: στοίβα (π.χ.: Ένας σωρός από παιχνίδια υπάρχει στο δωμάτιό του.)
-
Κρητικός – Κριτικός
Κρητικός: αυτός που σχετίζεται με την Κρήτη (π.χ.: Ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν Κρητικός.
Κριτικός: αυτός που ασχολείται με την κριτική, που κρίνει (π.χ.: Συμβουλεύτηκα τον κριτικό τέχνης πριν από την αγορά του συγκεκριμένου έργου τέχνης.)
-
Ψηλός – Ψιλός
Ψηλός: με μεγάλο ύψος (π.χ.: Θα κάνουμε ορειβασία σε ένα από τα πιο ψηλά βουνά τής περιοχής.)
Ψιλός: πολύ λεπτός (π.χ.: ψιλή βροχή.)
-
Δύστυχο – Δίστιχο
Δύστυχο: κακότυχο (π.χ.: Ο δύστυχος, ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του.)
Δίστιχο: με δύο στίχους (π.χ.: Διάβασε το πρώτο δίστιχο του ποιήματος.)
-
Διάλειμμα – Διάλυμα
Διάλειμμα: προσωρινή διακοπή (π.χ.: Σε λίγο θα κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από το διάβασμα.)
Διάλυμα: ομογενές μείγμα υγρού που προκύπτει από τη διάλυση ενός σώματος. (π.χ.: Να χρησιμοποιείς στοματικό διάλυμα καθημερινά.)
-
Λιτός – Λυτός
Λιτός: απλός (π.χ.: Ο στολισμός τού χώρου ήταν λιτός.)
Λυτός: ελεύθερος από δεσμά, λυμένος (π.χ.: Προτιμώ τα μαλλιά μου λυτά.)
Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πως η αλλαγή ενός και μόνο γράμματος μπορεί να αλλάξει τη σημασία λέξεων που έχουν ακριβώς την ίδια ακουστική εικόνα.
Ελένη Δρακάκη, Φιλόλογος